ανίσως — σύνδ. υποθετικός: Ανίσως έρθει, πες του να με περιμένει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνίσως — ἄνισος unequal adverbial ἄνισος unequal masc/fem acc pl (doric) ἀ̱νίσως , ἀνισόω equalize imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀνί̱σως , ἀνισόω equalize imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀνισόω equalize imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνισος — η, ο (AM ἄνισος, ον) 1. αυτός που δεν είναι ίσος με κάποιον άλλο 2. μτφ. άδικος, μεροληπτικός νεοελλ. ακανόνιστος, ασύμμετρος μσν. ανόμοιος, διαφορετικός αρχ. φρ. 1. «άνισος πολιτεία» η ολιγαρχία 2. οἱ ἄνισοι οι ολιγαρχικοί 3. τὸ ἄνισον η… … Dictionary of Greek
παπαρούνα — Kοινή ονομασία διαφόρων ειδών του βοτανικού γένους μήκων (οικογένεια μηκωνιδών, δικοτυλήδονα). Κοινότερο είδος είναι η άγρια π. (μήκων η ροιάς), που συναντιέται άφθονη μεταξύ Μαΐου και Ιουνίου σε όλη την Ελλάδα, στους ακαλλιέργητους αγρούς, στους … Dictionary of Greek
ԱՆԶՈՒԳԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0146 Chronological Sequence: Unknown date մ. ἁνίσως inaequaliter Անհաւասարապէս. ո՛չ նովին չափով. *Անզուգաբար մեզ բաժանելով (Աստուծոյ) զկենցաղոյս. Բրս. ապաշխ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)