ανίσως

ανίσως
(I)
(Μ ἀνίσως)
σύνδ. υποθ. που συνεκφέρεται συνήθως με το και και εισάγει: 1. υποθ. προτάσεις «Ανίσως κι άλλον αγαπώ και θέλω για να φύγεις, σπαθί βαστάς στη μέση σου κόψε μου το κεφάλι» δημοτ.)
2. πλάγιες ερωτηματικές («τον ρώτησε ανίσως κι είναι σωστά αυτά που λέει»)
3. προτάσεις που δηλώνουν άρνηση («ανίσως κι έρθει σήμερα»)
μάλλον δεν θα 'ρθει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ανίσως < αν- (υποθ.) + ίσως].
————————
(II)
επίρ. (Α ἀνίσως)
κατά τρόπο άνισο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανίσως — σύνδ. υποθετικός: Ανίσως έρθει, πες του να με περιμένει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνίσως — ἄνισος unequal adverbial ἄνισος unequal masc/fem acc pl (doric) ἀ̱νίσως , ἀνισόω equalize imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀνί̱σως , ἀνισόω equalize imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀνισόω equalize imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνισος — η, ο (AM ἄνισος, ον) 1. αυτός που δεν είναι ίσος με κάποιον άλλο 2. μτφ. άδικος, μεροληπτικός νεοελλ. ακανόνιστος, ασύμμετρος μσν. ανόμοιος, διαφορετικός αρχ. φρ. 1. «άνισος πολιτεία» η ολιγαρχία 2. οἱ ἄνισοι οι ολιγαρχικοί 3. τὸ ἄνισον η… …   Dictionary of Greek

  • παπαρούνα — Kοινή ονομασία διαφόρων ειδών του βοτανικού γένους μήκων (οικογένεια μηκωνιδών, δικοτυλήδονα). Κοινότερο είδος είναι η άγρια π. (μήκων η ροιάς), που συναντιέται άφθονη μεταξύ Μαΐου και Ιουνίου σε όλη την Ελλάδα, στους ακαλλιέργητους αγρούς, στους …   Dictionary of Greek

  • ԱՆԶՈՒԳԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0146 Chronological Sequence: Unknown date մ. ἁνίσως inaequaliter Անհաւասարապէս. ո՛չ նովին չափով. *Անզուգաբար մեզ բաժանելով (Աստուծոյ) զկենցաղոյս. Բրս. ապաշխ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”